- αὐτ-ήκοος
αὐτ-ήκοος, 1) selbst hörend, Ohrenzeuge. τινὸς γενέσϑαι Thuc. 1, 133; Plat. Legg. II, 658 c; Plut. de ed. lib. 13. – 2) sich allein gehorchend, unabhängig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτ-ήκοος, 1) selbst hörend, Ohrenzeuge. τινὸς γενέσϑαι Thuc. 1, 133; Plat. Legg. II, 658 c; Plut. de ed. lib. 13. – 2) sich allein gehorchend, unabhängig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθυπήκοος — καθυπήκοος, ον (Μ) (επιτατ. τού υπήκοος) υπήκοος, υποτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ήκοος (< ὑπ ακούω), πρβλ. αυτ ήκοος] … Dictionary of Greek
οξυήκοος — η, ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, ον) αυτός που έχει οξεία ακοή αρχ. αυτός που έχει οξεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek