- αὐτ-ώρης
αὐτ-ώρης, ες, zw., von selbst sprechend? Callim. fr. 264 Schol. Pind. 4, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτ-ώρης, ες, zw., von selbst sprechend? Callim. fr. 264 Schol. Pind. 4, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατώρης — κατώρης, ώρες (Α) 1. δ. γρφ. τού κατάρης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ ώρης, νε ώρης. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
αυτώρης — αὐτώρης, ες (Α) αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)] … Dictionary of Greek