- αὐτο-δάϊκτος
αὐτο-δάϊκτος, von sich selbst gemordet, Aesch. Sept. 717 u. Sp., z. B. Opp. H. 2, 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-δάϊκτος, von sich selbst gemordet, Aesch. Sept. 717 u. Sp., z. B. Opp. H. 2, 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιδάικτος — ἡμιδάϊκτος, ον (Α) μισοσκοτωμένος, μισοσφαγμένος, σκοτωμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαϊκτός (< δαΐζω «σκοτώνω»), πρβλ. αυτο δάικτος, χειρο δάικτος] … Dictionary of Greek
ωμοδάϊκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὠμοσπάρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. αὐτο δάϊκτος] … Dictionary of Greek
αυτοδάικτος — αὐτοδάϊκτος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε μόνος του, που αυτοκτόνησε 2. πληθ. αυτοί που αλληλοσκοτώθηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαϊκτος < δαΐζω «σκοτώνω» (πρβλ. ανδροδάϊκτος, λουτροδάϊκτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek