αὐτο-μαθής

αὐτο-μαθής

αὐτο-μαθής, ές, für sich, ohne Anweisung gelernt habend, τινός Alc. Mess. 8 (VI, 218); Plut. Gryll. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυτομαθής — αὐτομαθής, ές (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + μαθής < μάθος < μανθάνω] …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”