- αὐτο-τέλεστος
αὐτο-τέλεστος, durch sich selbst vollendet, γόνος Claudian. ep. (1, 19); Nonn. D. 48. 85. Vgl. αὐτόρεκτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτο-τέλεστος, durch sich selbst vollendet, γόνος Claudian. ep. (1, 19); Nonn. D. 48. 85. Vgl. αὐτόρεκτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοτέλεστος — ἰσοτέλεστος, ον (Α) 1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα») 2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο τέλεστος μεσο τέλεστος] … Dictionary of Greek