αὐτο-τελής

αὐτο-τελής

αὐτο-τελής, ές, 1) sich selbst steuernd, keinem Andern Abgaben gebend, neben αὐτόνομος u. αὐτόδικος Thuc. 5, 18. – 2) in sich selbst endigend, vollständig, Arist. top. 1, 5, 9; seinen Zweck in sich habend, pol. 7, 3, 5; absolut, D. Sic. 12, 1; für sich allein ausreichend, Pol. 3, 4. 3, 9; αὐτοτελὴς νίκη τῶν ἡγουμένων, den man nur den Führern verdankt, 5, 12; ἱππεῖς, auf eigene Kosten lebend, Luc. Tox. 54; so πόλεμοι, πράξεις, D. Sic. 1, 3. 16, 1; – unabhängig, neben ἄναρκτος Plut. amat. 9 f. – Adv. αὐτοτελῶς, vollkommen, Epicur. bei Diog. L. 10, 85; bevollmächtigt, in eigener Machtvollkommenheit, ὁμολογίας ποιεῖσϑαι Pol. 3, 29; – Lys. B. A. 467 Ggstz ἀκριβῶς, obenhin.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • κουφοτέλεια — κουφοτέλεια, ἡ (Α) ελάφρυνση από φορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + τέλεια (< τελής < τέλος), πρβλ. αυτο τέλεια ιδιο τέλεια] …   Dictionary of Greek

  • νομοτέλεια — η (φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων, τών φαινομένων και τών γεγονότων να υπάρχουν, να λειτουργούν και να διεξάγονται με βάση ορισμένους αντικειμενικούς νόμους, η αναγκαία αντικειμενική σχέση μεταξύ τους, μεταξύ αιτίου και αιτιατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”