- αὐτό-ληπτος
αὐτό-ληπτος, bei Apoll. Lex. Erkl. von αὐτάγρετος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-ληπτος, bei Apoll. Lex. Erkl. von αὐτάγρετος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύληπτος — ἡδύληπτος, ον (Μ) (για νερό πηγής) αυτό που πίνεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. εύ ληπτος] … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek