αὐτό-ηδυ

αὐτό-ηδυ

αὐτό-ηδυ, τό, das Angenehme an u. für sich, Arist. top. 6, 8, 6, bei Bekk. zwei Wörter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • ηδυμόλος — ἡδυμόλος, ον (Α) αυτός που έρχεται με γλυκύτητα, ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολος (< έμολον, αόρ. β του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αγχί μολος, αυτό μολος] …   Dictionary of Greek

  • ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • ηδύληπτος — ἡδύληπτος, ον (Μ) (για νερό πηγής) αυτό που πίνεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. εύ ληπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”