- αὐτό-κλητος
αὐτό-κλητος, selbst gerufen, d. i. ungerufen, aus eigenem Antrieb, Aesch. Eum. 163; οὐκ ἐμῶν ὑπ' ἀγγέλων Soph. Tr. 391; Plat. Ep. VII, 331 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-κλητος, selbst gerufen, d. i. ungerufen, aus eigenem Antrieb, Aesch. Eum. 163; οὐκ ἐμῶν ὑπ' ἀγγέλων Soph. Tr. 391; Plat. Ep. VII, 331 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
πολύκλητος — ον, Α (επικ. τ.) (για τους συμμάχους τών Τρώων) αυτός που έχει προσκληθεί από μακριά («πολύκλητοι δ ἔσαν ἄνδρες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. απρόσ κλητος, αυτό κλητος] … Dictionary of Greek
πρωτόκλητος — η, ο / πρωτόκλητος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κλήθηκε πρώτος, πρωτοκάλεστος 2. (κυρίως) προσωνυμία τού αποστόλου Ανδρέα επειδή πρώτος αυτός ακολούθησε τον Ιησού νεοελλ. μσν. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόκλητοι (στο Βυζ.) ναύτες που υπηρετούσαν στα… … Dictionary of Greek