- αὐτό-κομος
αὐτό-κομος (κόμη), 1) von selbst, von Natur behaart, λοφιά Ar. Ran. 827. – 2) sammt dem Laube, κυπάρισσος Luc. Ver. H. 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-κομος (κόμη), 1) von selbst, von Natur behaart, λοφιά Ar. Ran. 827. – 2) sammt dem Laube, κυπάρισσος Luc. Ver. H. 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… … Dictionary of Greek