αὐστηρία

αὐστηρία

αὐστηρία, ἡ, = αὐστηρότης, Theophr. C. P. 6, 18; ἠϑῶν Poll. 4, 21; Plut. Cat. mai. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αὐστηρία — αὐστηρίᾱ , αὐστηρία austerity fem nom/voc/acc dual αὐστηρίᾱ , αὐστηρία austerity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρίᾳ — αὐστηρίᾱͅ , αὐστηρία austerity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυστηρία — η (AM αὐστηρία) [αυστηρός] αυστηρότητα σκληρότητα αρχ. αυστηρότητα ηθών …   Dictionary of Greek

  • αὐστηρίας — αὐστηρίᾱς , αὐστηρία austerity fem acc pl αὐστηρίᾱς , αὐστηρία austerity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρίαι — αὐστηρίᾱͅ , αὐστηρία austerity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρίαν — αὐστηρίᾱν , αὐστηρία austerity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • суровство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (αὐστηρία) суровость, надменность (2 Мак. 14, 30); (ὠμότης)… …   Словарь церковнославянского языка

  • αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”