αὐστηρός

αὐστηρός

αὐστηρός (αὔω), die Zunge trocken u. rauh machend, sauer, herb, bes. vom Weine, Ggstz γλυκάζων Ath. I, 20 c; vgl. Arist. probl. 3, 13; vom Wasser, Plat. Phil. 61 c; τράπεζα αὐστηρὰ καὶ λιτή, schlechte u. geringe Kost, Plut. cup. div. 5; übertr., finster, mürrisch, streng, ποιητὴς αὐστηρότερος καὶ ἀηδέστερος Plat. Rep. III, 398 a; αὐστηρότατοι τοῖς βίοις Pol. 4, 20; αὐ στηρόν τι ἔχει ἡ πραγματεία 9, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αὐστηρός — harsh masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • αυστηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. σκληρός, τραχύς, άγριος (αντίθ. επιεικής): Ήταν πάντα αυστηρός τηρητής του νόμου. 2. λιτός, εγκρατής, ολιγαρκής: Η ζωή του ήταν πολύ αυστηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐστηρά — αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc pl αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc/acc dual αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότερον — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτάτων — αὐστηρός harsh fem gen superl pl αὐστηρός harsh masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέραις — αὐστηρός harsh fem dat comp pl αὐστηροτέρᾱͅς , αὐστηρός harsh fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέρων — αὐστηρός harsh fem gen comp pl αὐστηρός harsh masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέρως — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρῶν — αὐστηρός harsh fem gen pl αὐστηρός harsh masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρόν — αὐστηρός harsh masc acc sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”