- ίμάω
ίμάω (inf. ἱμῆν, nach Phot.), an Riemen, Seilen in die Höhe ziehen, bes. Wasser aus dem Brunnen, Ath. VIII, 352 a; – πλέον ἱμᾶσϑαι γάλα, melken, Arist. H. A. 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίμάω (inf. ἱμῆν, nach Phot.), an Riemen, Seilen in die Höhe ziehen, bes. Wasser aus dem Brunnen, Ath. VIII, 352 a; – πλέον ἱμᾶσϑαι γάλα, melken, Arist. H. A. 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμάω — ἱμάω (Α) 1. (κυρίως για νερό πηγαδιού) αντλώ, ανασύρω 2. θηλάζω, απομυζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] … Dictionary of Greek
ἐφιμήσθην — ἐφῑμήσθην , ἐπί ἱμάω draw up imperf ind mp 3rd dual (doric) ἐφῑμήσθην , ἐπί ἱμάω draw up imperf ind mp 3rd dual (epic doric ionic aeolic) ἐφῑμήσθην , ἐπί ἱμάω draw up imperf ind mp 3rd dual ἐφῑμήσθην , ἐπί ἱμάω draw up plup ind mp 3rd dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθίμιον — ἀνθί̱μιον , ἀντί ἱμάω draw up imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἀνθί̱μιον , ἀντί ἱμάω draw up imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ἀντί ἱμάω draw up imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἀντί ἱμάω draw up imperf ind act 1st sg (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμιον — ἐπί̱μιον , ἐπί ἱμάω draw up imperf ind act 3rd pl (ionic) ἐπί̱μιον , ἐπί ἱμάω draw up imperf ind act 1st sg (ionic) ἐπί ἱμάω draw up imperf ind act 3rd pl (ionic) ἐπί ἱμάω draw up imperf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσπαρίμην — ἐσπαρί̱μην , εἰς , παρά ἱμάω draw up imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐσπαρί̱μην , εἰς , παρά ἱμάω draw up imperf ind act 1st sg εἰς , παρά ἱμάω draw up imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) εἰς , παρά ἱμάω draw up imperf ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάσασθε — ἀμφί ἱμάσσω flog aor imperat mid 2nd pl ἀμφῑμάσασθε , ἀμφί ἱμάσσω flog aor ind mid 2nd pl ἀμφί ἱμάσσω flog aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) ἀμφιμά̱σασθε , ἀμφί ἱμάω draw up aor imperat mid 2nd pl (doric aeolic) ἀμφῑμά̱σασθε , ἀμφί ἱμάω draw… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμήκη — ἀμφῑμήκη , ἀμφί ἱμάω draw up plup ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic) ἀμφῑμήκη , ἀμφί ἱμάω draw up plup ind act 1st sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
ιμητήρ — ἱμητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιμάω) το σκεύος με το οποίο αντλεί κάποιος … Dictionary of Greek
ιμητός — ἱμητός, ή, όν (Α) [ιμάω) αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος, αντλητός … Dictionary of Greek
ἀμφιμάσασθαι — ἀμφί ἱμάσσω flog aor inf mid ἀμφιμά̱σασθαι , ἀμφί ἱμάω draw up aor inf mid (doric aeolic) ἀμφί μάσσω knead aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)