έπ-ῳδή

έπ-ῳδή

έπ-ῳδή, ἡ, = ἐπαοιδή, das dabei, dazu Gesungene, bes. der Zauber- oder Bannspruch, der bei körperlichen Schmerzen u. Krankheiten gesungen oder gesprochen wurde, um sie zu lindern oder zu heilen, οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ, ϑρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Soph. Ai. 579; τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ, dafür, dagegen, Aesch. Eum. 633; Plat. u. Folgde.. – Bezaubernde, besänftigende Rede, νο υϑετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς Soph. O. C. 1194; ἐπῳδαὶ καὶ λόγοι ϑελκτήριοι Eur. Hipp. 478; φίλτρ' ἐπῳδὠν Phoen. 1260, vom einschmeichelnden, bezaubernden Gesange der Sirenen, Xen. Mem. 2, 6.11, vgl. 3, 11, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… …   Dictionary of Greek

  • -ώδη — Ν επίθημα πληθυντικού αριθμού, που απαντά σε επιστημονικούς όρους τής Νέας Ελληνικής και δηλώνει ταξινομικές ομάδες φυτών ανώτερες τής οικογένειας (πρβλ. αμαρυλλιδ ώδη, μυρτ ώδη, ροδ ώδη, ψιλοφυτ ώδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού νεολατ.… …   Dictionary of Greek

  • ᾠδῇ — ἀοιδή song fem dat sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδή — ἀοιδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωδή — η 1. λυρικό άσμα, τραγούδι: Διαβάζει τις ωδές του Οράτιου. 2. σύστημα τροπαρίων της ορθόδοξης εκκλησίας που έχουν τον ίδιο ρυθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὥδη — ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (doric) ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδῆ — ἀϊδῆ , ἀιδής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤδη — οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδέω swell imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελαγινελ(λ)ώδη — τα, Ν βοτ. τάξη φυτών με μοναδικό αρτίγονο και χαρακτηριστικό γένος την σελαγινέλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. selaginellales (βλ. σελαγινέλ[λ]α)] …   Dictionary of Greek

  • ODE — Graece Ὠδὴ, titulus librorum Horatii, cui a canendo nomen. Scaliger Poetices. l. 1. c. 44. Proxima heroica maiestati Lyrica nobilitas; ut illa a cantu Rhapsodia et Epos: ita haec Ode, et μέλος et μολπὴ. Neque enim ea sine cantu atque lyra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παλινωδώ — (Α παλινῳδώ έω) ανακαλώ όσα είπα προηγουμένως αρχ. 1. ψάλλω ωδή αντίθετη με την προηγούμενη 2. επαναλαμβάνω ωδή 3. (γενικά) επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῳδῶ (< ῳδός < ὠδή), πρβλ. κιθαρ ωδώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”