- Φρυνώνδειος
Φρυνώνδειος, von Φρυνώνδας (s. nom. pr.) gebildet, ein Gauner, Betrüger, B. A. 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φρυνώνδειος, von Φρυνώνδας (s. nom. pr.) gebildet, ein Gauner, Betrüger, B. A. 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρυνώνδειος — ὁ, Α [Φρυνώνδας] πανούργος, απατεώνας … Dictionary of Greek
φρυνώνδειον — φρυνώνδειος a swindler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)