οιώνισμα — οἰώνισμα, τὸ (Α) [οιωνίζομαι] 1. η πρόβλεψη τού μέλλοντος με την παρατήρηση τού πετάγματος και τής κραυγής τών πουλιών, τών οιωνών («οἰωνίσματ ὀρνίθων μαθών», Ευρ.) 2. οιωνός, ιδίως κακός … Dictionary of Greek
οἰώνισμα — omen from the flight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμοῖς — οἰώνισμα omen from the flight masc dat pl οἰωνισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμοί — οἰώνισμα omen from the flight masc nom/voc pl οἰωνισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμοῦ — οἰώνισμα omen from the flight masc gen sg οἰωνισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμούς — οἰώνισμα omen from the flight masc acc pl οἰωνισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμάτων — οἰώνισμα omen from the flight neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμῶν — οἰώνισμα omen from the flight masc gen pl οἰωνισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμῷ — οἰώνισμα omen from the flight masc dat sg οἰωνισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμόν — οἰώνισμα omen from the flight masc acc sg οἰωνισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰωνισμός — οἰώνισμα omen from the flight masc nom sg οἰωνισμός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)