οἰᾱκίζω

οἰᾱκίζω

οἰᾱκίζω, ion. οἰηκίζω, lenken, wenden, handhaben; τελαμῶσι σκυτίνοισι οἰηκίζοντες τὰς ἀσπίδας, Her. 1, 171; παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ, Arist. Eth. 10, 1; Sp., wie Pol. 8, 8, 2, D. Sic. 18, 59.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰακίζω — οἰᾱκίζω , οἰακίζω steer pres subj act 1st sg οἰᾱκίζω , οἰακίζω steer pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… …   Dictionary of Greek

  • οἰηκίζοντες — οἰακίζω steer pres part act masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακιζούσας — οἰᾱκιζούσᾱς , οἰακίζω steer pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) οἰᾱκιζούσᾱς , οἰακίζω steer pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακιζόμενον — οἰᾱκιζόμενον , οἰακίζω steer pres part mp masc acc sg οἰᾱκιζόμενον , οἰακίζω steer pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακιζόντων — οἰᾱκιζόντων , οἰακίζω steer pres part act masc/neut gen pl οἰᾱκιζόντων , οἰακίζω steer pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακίζει — οἰᾱκίζει , οἰακίζω steer pres ind mp 2nd sg οἰᾱκίζει , οἰακίζω steer pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακίζοντα — οἰᾱκίζοντα , οἰακίζω steer pres part act neut nom/voc/acc pl οἰᾱκίζοντα , οἰακίζω steer pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακίζουσι — οἰᾱκίζουσι , οἰακίζω steer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) οἰᾱκίζουσι , οἰακίζω steer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰακίζουσιν — οἰᾱκίζουσιν , οἰακίζω steer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) οἰᾱκίζουσιν , οἰακίζω steer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰάκιζε — οἰά̱κιζε , οἰακίζω steer pres imperat act 2nd sg οἰά̱κιζε , οἰακίζω steer imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”