οἰακίζω — οἰᾱκίζω , οἰακίζω steer pres subj act 1st sg οἰᾱκίζω , οἰακίζω steer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… … Dictionary of Greek
οἰηκίζοντες — οἰακίζω steer pres part act masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακιζούσας — οἰᾱκιζούσᾱς , οἰακίζω steer pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) οἰᾱκιζούσᾱς , οἰακίζω steer pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακιζόμενον — οἰᾱκιζόμενον , οἰακίζω steer pres part mp masc acc sg οἰᾱκιζόμενον , οἰακίζω steer pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακιζόντων — οἰᾱκιζόντων , οἰακίζω steer pres part act masc/neut gen pl οἰᾱκιζόντων , οἰακίζω steer pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακίζει — οἰᾱκίζει , οἰακίζω steer pres ind mp 2nd sg οἰᾱκίζει , οἰακίζω steer pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακίζοντα — οἰᾱκίζοντα , οἰακίζω steer pres part act neut nom/voc/acc pl οἰᾱκίζοντα , οἰακίζω steer pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακίζουσι — οἰᾱκίζουσι , οἰακίζω steer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) οἰᾱκίζουσι , οἰακίζω steer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακίζουσιν — οἰᾱκίζουσιν , οἰακίζω steer pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) οἰᾱκίζουσιν , οἰακίζω steer pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰάκιζε — οἰά̱κιζε , οἰακίζω steer pres imperat act 2nd sg οἰά̱κιζε , οἰακίζω steer imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)