- θῡμ-ώδης
θῡμ-ώδης, ες, zornig, heftig, Arist. rhet. 2, 14 u. öfter; auch ζῳα, H. A.1 , 1; Sp. – Adv. ϑυμωδῶς, Schol. Ar. Lys. 1036.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμ-ώδης, ες, zornig, heftig, Arist. rhet. 2, 14 u. öfter; auch ζῳα, H. A.1 , 1; Sp. – Adv. ϑυμωδῶς, Schol. Ar. Lys. 1036.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταιγιδώδης — καταιγιδώδης, ες (AM) θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίς, ίδος + κατάλ. ώδης (πρβλ. θυμ ώδης σαρκ ώδης)] … Dictionary of Greek