- λῡμήτης
λῡμήτης, ὁ, = λυμαντής, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡμήτης, ὁ, = λυμαντής, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυμήτης — λυμήτης, ὁ (Α) [λύμη] λυμεώνας, λυμαντήρ* … Dictionary of Greek
λύμη — λύμη, ἡ (Α) 1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα 2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.) 3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις… … Dictionary of Greek