- θῡμ-άρεστος
θῡμ-άρεστος, bei Apoll. L. H. Erkl. von ϑυμήρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμ-άρεστος, bei Apoll. L. H. Erkl. von ϑυμήρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανήρης — ῆρες, Α (κατά τον Ησύχ.) «πανήρεα πᾱσιν ἀρέσκοντα», ευχάριστος, αρεστός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήρης (< ἀραρίσκω «ταιριάζω»), πρβλ. θυμ ήρης / θυμαρής] … Dictionary of Greek