- θῡμο-λέαινα
θῡμο-λέαινα, ἡ, fem. zum Folgdn, παρϑένος Paul. Sil. 35 (V, 300).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμο-λέαινα, ἡ, fem. zum Folgdn, παρϑένος Paul. Sil. 35 (V, 300).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμολέαιανα — θυμολέαινα, ἡ (Α) θηλ. τού θυμολέων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λέαινα] … Dictionary of Greek