- θῡμο-βαρὴς
θῡμο-βαρὴς ἀρετά, mit schwerem, traurigem Herzen, Antp. Sid. 65 (VII, 146). Ein fem. ϑυμοβάρεια steht E. M. 458, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμο-βαρὴς ἀρετά, mit schwerem, traurigem Herzen, Antp. Sid. 65 (VII, 146). Ein fem. ϑυμοβάρεια steht E. M. 458, 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμοβαρής — θυμοβαρής, ές (Α) αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισο βαρής, ετερο βαρής] … Dictionary of Greek
νεκροβαρής — νεκροβαρής, ές (Α) (για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο βαρής, θυμο βαρής] … Dictionary of Greek
φλοιοβαρής — ές, ΜΑ (για δένδρα) αυτός που έχει βαρύ ή πολύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο βαρής, νοσο βαρής] … Dictionary of Greek
νουσοβαρής — και νοσοβαρής, ές (Α) (σχετικά με τον θάνατο) αυτός που προκλήθηκε από βαριά αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο βαρής] … Dictionary of Greek