θῡμο-ειδής

θῡμο-ειδής

θῡμο-ειδής, ές, muthig. zornig, Ggstz ἄϑυμος, Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα φύσις II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Ggstz von εὐπειϑής, Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von βλάξ, Hipp. 9, 1; καὶ εὔτολμος Hdn. 8, 1, 6; τὸ ϑυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θυμοειδής — ές (Α θυμοειδής, ές) 1. ορμητικός, ζωηρός 2. οξύθυμος 3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές το ένα από τα τρία επίπεδα τής ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό αρχ. 1. (αντίθ. τού άθυμος) αναπτερωμένος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”