λῑμο-κτόνος

λῑμο-κτόνος

λῑμο-κτόνος, durch Hunger tödtend?


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσοκτονώ — θαλασσοκτονῶ, έω (Μ) σκοτώνω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + κτονώ (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. αυτο κτονώ, λιμο κτονώ] …   Dictionary of Greek

  • λιμοκτονώ — (AM λιμοκτονῶ, έω) πεθαίνω από πείνα, από ασιτία νεοελλ. στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) λιμοκτονοῡμαι, έομαι α) υποφέρω από λιμό β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”