λῑμο-φορεύς

λῑμο-φορεύς

λῑμο-φορεύς, , der Hungerbringer, λιμοφορήων δίσκων, Pallad. 27 (VI, 371).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιξοφορεύς — ἰξοφορεύς, έως, ὁ (Α) ο αλειμμένος με ιξό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμο φορεύς, ρηνο φορεύς] …   Dictionary of Greek

  • λιμοφορεύς — λιμοφορεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που φέρνει λιμό, αυτός που προξενεί πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. αμφι φορεύς, συμ φορεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”