- λῑμαίνω
λῑμαίνω, hungern, Hunger. od. übh. Mangel leiden, Her. 6, 28. 7, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῑμαίνω, hungern, Hunger. od. übh. Mangel leiden, Her. 6, 28. 7, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμαίνω — (AM) [λιμός] (για στράτευμα ή για χώρα) υποφέρω από μεγάλη πείνα … Dictionary of Greek
λιμαντικός — λιμαντικός, ή, όν (Μ) [λιμαίνω] πειναλέος … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
λιμαινούσης — λῑμαινούσης , λιμαίνω suffer from famine pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμήναντος — λῑμήναντος , λιμαίνω suffer from famine aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμήνειε — λῑμήνειε , λιμαίνω suffer from famine aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλίμαινεν — ἐλί̱μαινεν , λιμαίνω suffer from famine imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλίμηνε — ἐλί̱μηνε , λιμαίνω suffer from famine aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)