- λῑμαλέος
λῑμαλέος, abgehungert, mager, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῑμαλέος, abgehungert, mager, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμαλέος — λιμαλέος, α, ον (Α) πειναλέος, καταβεβλημένος από πείνα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek