θήσσα — θήσσᾱ , θῆσσα 1 serf fem nom/voc/acc dual θήσσᾱ , θῆσσα 2 serf fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆσσα — 1 serf fem nom/voc sg θῆσσα 2 serf fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήσσα — (I) θῆσσα, ἡ (Α) θηλ. τού θης*. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού θης*]. (II) θῆσσα, ἡ (Α) ιερό άρμα με το οποίο μετέφεραν τα αγάλματα τών θεών για να τά τοποθετήσουν στον ρωμαϊκό ιππόδρομο («τὰς καλουμένας θήσσας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής λατ.… … Dictionary of Greek
θήσσας — θήσσᾱς , θῆσσα 1 serf fem acc pl θήσσᾱς , θῆσσα 1 serf fem gen sg (doric aeolic) θήσσᾱς , θῆσσα 2 serf fem acc pl θήσσᾱς , θῆσσα 2 serf fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆσσαι — θῆσσα 1 serf fem nom/voc pl θῆσσα 2 serf fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆσσαν — θῆσσα 1 serf fem acc sg θῆσσα 2 serf fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆττα — θῆσσα 1 serf fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
θήττα — θῆττα, ἡ (Α) αττ. τ. τού θῆσσα* … Dictionary of Greek
θήττα — θήττᾱ , θῆσσα 1 serf fem nom/voc/acc dual (attic) θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc/acc dual θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)