λῆρος

λῆρος

λῆρος, , thörichtes, albernes Geschwätz, Possen; λῆρος· οὐ γὰρ παύσομαι Ar. Plut. 23; λῆρον ληρεῖς 517; andere com.; καὶ παιδίαι Plat. Prot. 347 d. Von Sachen, Tand, Spielerei, Comic. u. A.; Plat. Legg. III, 698 a; λῆρος πάντα δοκεῖ εἶναι πρὸς τὸ ἀργύριον ἔχειν, alles scheint Possen im Vergleich mit dem Besitze des Geldes, Xen. An. 7, 7, 41; Dem. u. A.; selbst von Menschen, οἱ μὲν ποιηταὶ λῆρός εἰσιν Xenarch. bei Ath. VI, 225 c; ἐμὲ λῆρον ἡγεῖσϑαι εἶναι Plat. Charmid. 176 a; oft bei Luc., ein Windbeutel, nugator, vgl. D. Mer. 10, 3 Gall. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λῆρος — trash masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …   Dictionary of Greek

  • ληροί — ληρός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληρόν — ληρός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῆρε — λῆρος trash masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῆροι — λῆρος trash masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῆρον — λῆρος trash masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυσματόληρος — ἡδυσματόληρος, ον (Α) ο παράλογα, ο ανόητα νοστιμευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + συνδετικό φωνήεν ο + ληρος (< λήρος «ανοησία»), πρβλ. κρονό ληρος, χρησμωδό ληρος] …   Dictionary of Greek

  • блѧдь — БЛѦД|Ь (9*), И с. 1.Обман, вздор, ошибка; ересь: ѡ(т)коудѣ оубо вамъ ||=сиѩ бледь. тамо ни дрѣва доубровна соуть. ни ѡслѩта миноують. посрамлѩѥтсѩ оубо. (τὸ ληρεῖν) КР 1284, 375 376; и къ симъ ѡ(т) западьныхъ нѣкыхъ скверны(х) и нощны(х) жертъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • χρησμωδόληρος — ὁ, Α (πιθ. γρφ.) άτομο που διατυπώνει ανόητες προφητείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμῳδός + λῆρος (Ι) «φλυαρία, μωρολογία» (πρβλ. ἡδυσματό ληρος, κρονό ληρος)] …   Dictionary of Greek

  • блядение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. 1) (греч. λῇρος), вздор, пустяки; 2) (ἄθλος), состязание,… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”