λῃστρίς

λῃστρίς

λῃστρίς, ίδος, ἡ, = λήστειρα, γυνή, Plut. Thes. 9; νῆες, Dem. 52, 5 u. Sp., wie D. Sic. 16, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληστρίς — λῃστρίς, ίδος, ἡ (Α) ληστρική, πειρατική («ὑπό λῃστρίδων νεῶν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τρίς < ληΐς, ίδος (άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τρις (πρβλ. ζωσ τρίς, θερμασ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • λῃστρίς — pirate fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρί — λῃστρίς pirate fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδα — λῃστρίς pirate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδας — λῃστρίς pirate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδες — λῃστρίς pirate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδος — λῃστρίς pirate fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίδων — λῃστρίς pirate fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίσι — λῃστρίς pirate fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρίσιν — λῃστρίς pirate fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήστραινα — λῄστραινα, ἡ (Μ) γυναίκα ληστής, λησταρχίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήστρ (πρβλ. ληστρίς, ληστρικός), + κατάλ. αινα (πρβλ. δράκ αινα, λύκ αινα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”