λῃστρικός

λῃστρικός

λῃστρικός, = λῃστικός, ναῦς, Thuc. 4, 9; βίος, Arist. pol. 1, 5, wie D. Sic. 2, 48; δύναμις, Plut. Sert. 18, λῃστρικοί, οἱ, Räuber, Strab. VII, 293, τὸ λῃστρικόν, die Räuberbande, oft als v. l. für λῃστικόν. Auch übertr., τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης φεύγετε, Simonds 58 (V, 161). – Adv., = λῃστικῶς, Strab. II, 126 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λῃστρικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστρικός — ή, ό (AM λῃστρικός, ή, όν) [ληστρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος» Πλούτ.) 2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη») 3. φρ. «ληστρική σύνοδος»… …   Dictionary of Greek

  • ληστρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους ληστές: Ληστρικές επιδρομές. 2. αισχροκερδής: Το μαγαζί του έχει ληστρικές τιμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λῃστρικά — λῃστρικός neut nom/voc/acc pl λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc/acc dual λῃστρικά̱ , λῃστρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτερον — λῃστρικός adverbial comp λῃστρικός masc acc comp sg λῃστρικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικῶν — λῃστρικός fem gen pl λῃστρικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικόν — λῃστρικός masc acc sg λῃστρικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατα — λῃστρικός adverbial superl λῃστρικός neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστρικώτατον — λῃστρικός masc acc superl sg λῃστρικός neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστρικοῖς — λῃστρικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”