οἰάκιον

οἰάκιον

οἰάκιον, τό, dim. von οἴαξ, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰάκιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιάκιον — το (ΑΜ οἰάκιον, Α ιων. τ. οἰήκιον) [οίαξ] μικρός οίαξ, μικρό πηδάλιο σκάφους …   Dictionary of Greek

  • οἰακίου — οἰάκιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰάκια — οἰάκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • весло — ВЕСЛ|О (18), А с. Весло: и абиѥ вьсѣмъ весла ѡ(т) роукоу испадоша. СкБГ XII, 13г; и комоу ѥдиномоу дьмитрию дьржащю весло. и пришьдъ||ши вълна и томоу издрази. ЧудН XII, 68б в; гребьци гребуть невидимо. токмо весла видѣти. ЛЛ 1377, 110 об.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δοιάκι — και διάκι, το οίαξ, μοχλός για την περιστροφή τού πηδαλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οιάκιον, υποκοριστικό τού αρχ. οίαξ «πηδάλιο». Το αρχικό δ οφείλεται σε επίδραση τού διοικώ] …   Dictionary of Greek

  • οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”