οἰάκισμα

οἰάκισμα

οἰάκισμα, τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰάκισμα — steering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιάκισμα — το (ΑΜ οἰάκισμα) [οιακίζω] 1. ο χειρισμός τού οίακα 2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.) …   Dictionary of Greek

  • οιάκωσις — οἰάκωσις, ἡ (Α) η μετακίνηση τού πηδαλίου τού σκάφους με τον χειρισμό τού οίακα, οιάκιση, οιάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + κατάλ. ωσις (πρβλ. ρυτίδ ωσις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”