- λᾱο-δογματικός
λᾱο-δογματικός, ή, όν, mit der Volksmeinung übereinstimmend, ἀποφάσεις, Pol. 34, 5, 14. – Auch adv., Strab. VII, 317.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-δογματικός, ή, όν, mit der Volksmeinung übereinstimmend, ἀποφάσεις, Pol. 34, 5, 14. – Auch adv., Strab. VII, 317.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοδογματικός — λαοδογματικός, ή, όν (Α) αυτός που ταιριάζει στη γνώμη τού λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + δογματικός (< δόγμα)] … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek