- οἱονανεί
οἱονανεί, d. i. οἷον ἂν εἰ, wie wenn etwa, bes. bei Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἱονανεί, d. i. οἷον ἂν εἰ, wie wenn etwa, bes. bei Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιονανεί — οἱονανεί (Α) επίρρ. (δ.γρφ.) βλ. οιονεί … Dictionary of Greek
οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… … Dictionary of Greek