- οἰηματίας
οἰηματίας, ὁ, der eine große Meinung von sich hat, ἐπῃρμένος, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰηματίας, ὁ, der eine große Meinung von sich hat, ἐπῃρμένος, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰηματίας — οἰηματίᾱς , οἰηματίας self conceited person masc acc pl οἰηματίᾱς , οἰηματίας self conceited person masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιηματίας — ο (ΑΜ οἰηματίας) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, ατoς + κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας)] … Dictionary of Greek
οἰηματίαι — οἰηματίας self conceited person masc nom/voc pl οἰηματίᾱͅ , οἰηματίας self conceited person masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιηματικός — οἰηματικός, ή, όν (Μ) [οίημα] οιηματίας, επηρμένος. επίρρ... οἰηματικῶς (Μ) με οίηση, με τρόπο που αρμόζει σε οιηματία, με έπαρση, με αλαζονεία … Dictionary of Greek
υπερόπτης — ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, ιδος, Μ οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος μσν. αρχ. αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οπτης… … Dictionary of Greek
δοκησίσοφος — ο αυτός που νομίζει ότι είναι σοφός και το επιδεικνύει, ο οιηματίας: Δεν έχει φίλους, γιατί είναι δοκησίσοφος και όλοι τον αποφεύγουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)