- οἰηκίζω
οἰηκίζω, ion. = οἰακίζω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰηκίζω, ion. = οἰακίζω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιηκίζω — οἰηκίζω (Α) ιων. τ. βλ. οἰακίζω … Dictionary of Greek
οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… … Dictionary of Greek