- λᾱο-ξόος
λᾱο-ξόος, Steine glättend, behauend, Ep. ad. (App. 305) u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-ξόος, Steine glättend, behauend, Ep. ad. (App. 305) u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό … Dictionary of Greek
κερατοξόος — κερατοξόος, ον (Α) κεραοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαο ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
λιθοξόος — ο (AM λιθοξόος) ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα αρχ. γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο ξόος, λαο ξόος] … Dictionary of Greek