- οἰονόμος
οἰονόμος, allein weidend, Anyte 3 (Plan. 291), oder = der Schaafhirt; von Gegenden, einsam, Κιϑαιρῶνος σκοπιαί, Simonid. 59 (App. 80); vgl. οἰοπόλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰονόμος, allein weidend, Anyte 3 (Plan. 291), oder = der Schaafhirt; von Gegenden, einsam, Κιϑαιρῶνος σκοπιαί, Simonid. 59 (App. 80); vgl. οἰοπόλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰονόμος — feeding alone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιονόμος — (I) οἰονόμος, ον (Α) 1. (για τόπο) απομονωμένος, ερημικός 2. φρ. «ἐπ οἰονόμοιο» στη μοναξιά, στην ερημιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + νόμος*]. (II) οἰονόμος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που βόσκει πρόβατα, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / … Dictionary of Greek
οἰονόμα — οἰονόμος feeding alone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰονόμοι — οἰονόμος feeding alone masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰονόμοις — οἰονόμος feeding alone masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰονόμου — οἰονόμος feeding alone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰονόμων — οἰονόμος feeding alone masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek