- λᾱο-φθόρος
λᾱο-φθόρος, Volk, Menschen verderbend, vertilgend, στάσις, Theogn. 779.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-φθόρος, Volk, Menschen verderbend, vertilgend, στάσις, Theogn. 779.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοφθόρος — λαοφθόρος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, κοσμο φθόρος] … Dictionary of Greek
ετοιμοφθόρος — ἑτοιμοφθόρος, ον (Α) (με ενεργ σημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη,… … Dictionary of Greek
καρποφθόρος — ο (Α καρποφθόρος, ον) αυτός που καταστρέφει τους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
λαρνακοφθόρος — λαρνακοφθόρος, ον (Α) αυτός που φονεύει μέσα σε λάρνακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, ακος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
ψυχοφθόρος — α, ο / ψυχοφθόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που φθείρει, που καταστρέφει την ψυχή αρχ. αυτός που καταστρέφει την υγεία κάποιου, θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος] … Dictionary of Greek