- λᾱο-φόνος
λᾱο-φόνος, Volk tödtend, Diomedes, Theocr. 17, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-φόνος, Volk tödtend, Diomedes, Theocr. 17, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοφόνος — λαοφόνος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φόνος (< θείνω* «φονεύω»), πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
δημόλευστος — δημόλευστος, ον (Α) 1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό 2. φρ. «δημόλευστος φόνος» αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek