- λᾱο-τέκτων
λᾱο-τέκτων, ονος, ὁ, Steinbauer, Mauerer, Crinag. 36 (VII, 380).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-τέκτων, ονος, ὁ, Steinbauer, Mauerer, Crinag. 36 (VII, 380).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοτέκτων — λαοτέκτων, ονος, ὁ (Α) κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τέκτων «κατασκευαστής» (πρβλ. δομο τέκτων, χρυσο τέκτων)] … Dictionary of Greek