οἰητικός, meinend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιητικός — οἰητικός, ή, όν (Α) πεισματάρης, ισχυρογνώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη τού παθ. αορ. τού οἰή θην τού οἴομαι*] … Dictionary of Greek
οἰητικός — opinionated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)