θᾱητός

θᾱητός

θᾱητός, adj. verb. zu ϑαέομαι, dor. = ϑεατός, sehenswerth, bewundernswerth; δόμος Pind. P. 7, 12; δέμας N. 11, 12; αἴγλη 1, 35; μέγαρον Ol. 6, 2; εἶδος P. 4, 264; ἀγών Ol. 3, 38; auch Theocr. 15, 84.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαητός — θαητός, ή, όν (Α) θηητός*, θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. πρβλ. ιων. θηητός, αττ. θεατος*] …   Dictionary of Greek

  • θαητός — θᾱητός , θηητός gazed at masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηητός — θηητός, ή, όν ιων. τ., θαητός, ή, όν δωρ. τ. (Α) [θηέομαι] αυτός ο οποίος προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη σε όποιον τόν βλέπει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”