- λᾱο-παθής
λᾱο-παθής, ές, vom Volk erlitten, ἁλίτυπα βάρη, Aesch. Pers. 907.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-παθής, ές, vom Volk erlitten, ἁλίτυπα βάρη, Aesch. Pers. 907.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοπαθής — λαοπαθής, ές (Α) φρ. «λαοπαθή τε σεβίζων» με σεβασμό στα παθήματα τού λαού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. τού πάσχω), πρβλ. μετριο παθής, ομοιο παθής] … Dictionary of Greek