- οἰνο-δόκος
οἰνο-δόκος, Wein in sich aufnehmend, fassend; φιάλη, Pind. I. 5, 37; ἀμφορεὺς νέκταρος, Antiphil. 7 (VI, 257).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-δόκος, Wein in sich aufnehmend, fassend; φιάλη, Pind. I. 5, 37; ἀμφορεὺς νέκταρος, Antiphil. 7 (VI, 257).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυοδόκος — θυοδόκος, ον (Α) (για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος* + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο δόκος, οινο δόκος) … Dictionary of Greek
υδροδόχος — και ὑδροδόκος, ον, ΜΑ 1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι (κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + δόχος / δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο δόκος, ξενοδόχος] … Dictionary of Greek