- οἰνο-δόχος
οἰνο-δόχος, = οἰνοδόκος, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-δόχος, = οἰνοδόκος, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικετοδόχος — ον (Μ) ο ικεταδόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, οινο δόχος] … Dictionary of Greek
καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… … Dictionary of Greek
υδροδόχος — και ὑδροδόκος, ον, ΜΑ 1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι (κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + δόχος / δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο δόκος, ξενοδόχος] … Dictionary of Greek