- οἰνο-φόρος
οἰνο-φόρος, Wein tragend, enthaltend; βότρυς, Archestr. bei Ath. VII, 321 c; κύλιξ, Critia. ib. X, 430; σκεῦος, Hdn. 8, 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-φόρος, Wein tragend, enthaltend; βότρυς, Archestr. bei Ath. VII, 321 c; κύλιξ, Critia. ib. X, 430; σκεῦος, Hdn. 8, 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
ακρατοφόρος — Προσωνυμία του Διονύσου, που τον λάτρευαν στη Φιγαλία με αυτό το επώνυμο. Α. λεγόταν επίσης ένα μεγάλο σφαιρικό πήλινο αγγείο, που περιείχε τον άκρατο οίνο. Το αγγείο αυτό ονομαζόταν και ψυκτήρ και το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα συμπόσια. * * *… … Dictionary of Greek
οινοφόρος — ο, θηλ. και α (Α οἰνοφόρος, ον) 1. αυτός που περιέχει οίνο («οἰνοφόρος κύλιξ», Κριτί.) 2. αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνοφόρον (ενν. σκεύος ή αγγείον) σκεύος για μεταφορά κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φόρος*] … Dictionary of Greek
οινολογία — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μεθόδους παραγωγής, βελτίωσης και διατήρησης των κρασιών. Από το ένα μέρος πραγματεύεται τις φροντίδες που πρέπει να καταβάλλονται προς την πρώτη ύλη, το σταφύλι, κατά τις διαδοχικές φάσεις της ωρίμασης και του … Dictionary of Greek
ολιγοφόρος — ὀλιγοφόρος, ον (Α) (για οίνο) αυτός που μπορεί να δεχθεί μόνο λίγο νερό, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + φόρος*] … Dictionary of Greek
σμηματοφορείον — τὸ, Α σμηματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + φορεῖον (< φόρος), πρβλ. οινο φορείον] … Dictionary of Greek
χαλιδοφόρος — ὁ, ἡ, Α (για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, ιος «άκρατος οίνος» + φόρος*, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. *χαλιδο , που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.] … Dictionary of Greek