- οἰνο-φόριον
οἰνο-φόριον, τό, = οἰνοφορεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-φόριον, τό, = οἰνοφορεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιφόριον — ἡμιφόριον, τὸ (Α) (αντί ημιφάριον*) μισό ιμάτιο, δηλαδή κοντό εξωτερικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φοριον (< φορώ), πρβλ. οινο φόριον, σημο φόριον] … Dictionary of Greek