- οἰνο-πλάνητος
οἰνο-πλάνητος, durch Wein verwirrt, weinbethört, κυλίκων οἰνοπλανήτοις ἁμίλλαις, Eur. Rhes. 363.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-πλάνητος, durch Wein verwirrt, weinbethört, κυλίκων οἰνοπλανήτοις ἁμίλλαις, Eur. Rhes. 363.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοπλάνητος — θαλασσοπλάνητος, ον (Α) ο θαλασσόπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλάνητος (< πλανώμαι), πρβλ. οινο πλάνητος, περι πλάνητος] … Dictionary of Greek